-
1 τηλέφιλον
τηλέφῐλον, τό,A love-in-absence, the leaf of some plant used as a charm by lovers to try whether their love was returned; the leaf was laid on the hand or arm and struck smartly, and its adhesion (or a loud crack, or a red colour, acc. to Sch.) was a favourable omen,οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα Theoc.3.29
, cf. Sch. ad loc., Poll.9.127;τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος γαστέρα μαντῴου μάξατο κισσυβίου AP5.295
(Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλέφιλον
См. также в других словарях:
τηλέφιλον — τὸ, Α φύλλο που φυλάει τη φιλία, φύλλο φυτού ή πέταλο άνθους, πιθανώς τής παπαρούνας, που τό χρησιμοποιούσαν οι ερωτευμένοι για να δοκιμάσουν αν το αγαπημένο πρόσωπο διατηρούσε τα αισθήματά του (α. «τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος γαστέρα… … Dictionary of Greek